Μια μετριοπαθής πρόταση από τον Derry Hannam

Οι μαθητές/μαθήτριες των σχολείων μας χρειάζονται χρόνο και χώρο για να αναζητήσουν και να ακολουθήσουν τα ενδιαφέροντά τους και τα ερωτήματά τους 

Εκτιμώ ότι το κρίσιμο αγαθό που χρειάζονται τα παιδιά και οι νέοι προκειμένου να βρουν και να εμβαθύνουν τα ενδιαφέροντά τους και την ταυτότητά τους είναι ο ΧΡΟΝΟΣ. Χρόνος για να σκεφτούν, χρόνος για να αναρωτηθούν, χρόνος για να δημιουργήσουν, χρόνος για να δουν τους φίλους τους, χρόνος για να ανακαλύψουν ποιοι είναι, χρόνος για να χαλαρώσουν και να παραμείνουν αδρανείς για λίγο – και χώρος για να τα κάνουν όλα αυτά.

Ωστόσο, αυτό είναι το μόνο πράγμα που το αγγλικό κράτος χρηματοδότησε τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και όλο και περισσότερα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης,  να στερήσουν από τα παιδιά. Οι ώρες γεύματος και διαλείμματος συντομεύονται ή κόβονται. Η καταπάτηση του ελεύθερου χρόνου τους δεν γίνεται μόνο κατά τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου, αλλά και στο σπίτι, τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα με ατέλειωτες εργασίες και επαναλήψεις για τεστ και εξετάσεις. Ακόμη και σε αυτό το διάστημα του κορονοϊού με το κλείσιμο του σχολείου, πολλά σχολεία προσπαθούν να διδάσκουν και να αναπληρώνουν τα μαθήματα σε καθημερινή βάση. Κάποιοι γονείς το περιμένουν και το απαιτούν αυτό, αν και ένας αυξανόμενος αριθμός δεν το κάνει. Γνωρίζουμε ότι είναι απολύτως εφικτό να έχουμε ένα σχολικό σύστημα με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που δεν το κάνει αυτό. Η Φινλανδία, για παράδειγμα, με το σκεπτικό “Less Is More” έχει μικρότερης διάρκειας  σχολικό ωράριο από το δικό μας με ελάχιστη εργασία για το σπίτι – διάρκειας το πολύ 30 λεπτών τις καθημερινές και καθόλου τα σαββατοκύριακα που θεωρείται ότι ανήκουν στους μαθητές – και χωρίς καθόλου εθνικές εξετάσεις μέχρι το τελευταίο έτος του σχολείου. Παρά ταύτα, η ακαδημαϊκή επίδοση στη Φινλανδία είναι καλύτερη κατά μέσο όρο από ό,τι στην Αγγλία.

 Όταν ήμουν  υποδιευθυντής ενός αγγλικού σχολείου τη δεκαετία του 1980, οι μαθητές πρότειναν να έχουμε περιστασιακές μέρες «δραστηριοτήτων» κατά τις οποίες εκείνοι και οι δάσκαλοι μαζί θα δημιουργούσαν ένα ευρύ πρόγραμμα δραστηριοτήτων από τις οποίες οι μαθητές οποιασδήποτε ηλικίας θα μπορούσαν να επιλέξουν. Οι γονείς ήταν υποστηρικτικοί και πολλοί συμμετείχαν στην πρωτοβουλία. Η ποικιλία ήταν καταπληκτική όπως και ο ενθουσιασμός! Το εγχείρημα ήταν τόσο επιτυχές και  δημοφιλές που το επεκτείναμε σε «εβδομάδα δραστηριοτήτων» κατά τη θερινή περίοδο. Η ίδια η διαδικασία των διαπραγματεύσεων ήταν από μόνη της μάθημα δημοκρατίας και τον αμοιβαίου σεβασμού. Οι σχέσεις μεταμορφώθηκαν με συχνή χρήση των μικρών ονομάτων. Την εποχή που έφυγα από το σχολείο για να γίνω επιθεωρητής συζητιόταν η ιδέα της καθιέρωσης μιας «εβδομάδας δραστηριοτήτων» σε κάθε τρίμηνο – η οποία θα αποτελούσε περίπου το 8% του ετήσιου σχολικού χρόνου. Κανείς δεν το θεωρούσε αυτό χρονοβόρο ή χαμένο χρόνο – το αντίθετο μάλιστα. Ορισμένοι μαθητές που στο παρελθόν είχαν αποτραβηχτεί από το σχολείο άλλαξαν εντελώς στάση.

Ως επιθεωρητής, κάποτε επιθεώρησα ένα σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης 1300 μαθητών σε μια αγροτική περιοχή όπου πολλοί μαθητές δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες λόγω των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε να κάνουν με το λεωφορείο για να επιστρέψουν στο σπίτι. Ο διευθυντής, το προσωπικό, οι σύμβουλοι και οι σύλλογοι γονέων και μαθητών αποφάσισαν να μεταφέρουν τις εξωσχολικές δραστηριότητες μέσα στον σχολικό χρόνο. Παραχωρούσαν μισή ημέρα την εβδομάδα (10% του σχολικού χρόνου) σε ένα μεγάλο και ευρύ πρόγραμμα με «μαθήματα επιλογής». Αυτά αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των μαθητών και των δασκάλων ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τον ενθουσιασμό και των δύο. Όπως και στο σχολείο μου, αυτές οι διαπραγματεύσεις ήταν από μόνες τους ένα μάθημα δημοκρατίας και οι σχέσεις μεταλλάχθηκαν. Οι μαθητές διαφορετικών ηλικιών μπορούσαν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ομάδα επέλεγαν. Κάποιες ομάδες λειτουργούσαν υπό την καθοδήγηση των ίδιων των μαθητών. Το πρόγραμμα ήταν πολύ δημοφιλές σε όλες τις εμπλεκόμενες ομάδες. Ένας γονέας μου είπε ότι τα παιδιά τους «τινάζονται από τα κρεβάτια τους για να πάνε στο σχολείο την ημέρα των επιλογών!» Στην πραγματικότητα μέρος της δουλειάς μου ως επιθεωρητής ήταν να ελέγχωτα τη συμμετοχή των μαθητών  για κάθε μισή μέρα της εβδομάδας. Ο υψηλότερος βαθμός συμμετοχής παρατηρούνταν σταθερά κατά το «προαιρετικό» απόγευμα. Έπρεπε επίσης να ελέγχω τα αποτελέσματα των εξετάσεων του σχολείου. Ήταν πολύ καλύτερα από ό, τι θα περίμενε κανείς για ένα σχολείο σε ένα τέτοιο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον.

Να λοιπόν η μετριοπαθής πρότασή μου: Όλα τα σχολεία που χρηματοδοτούνται από το κράτος, τόσο πρωτοβάθμιας όσο και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, να ενθαρρύνονται να παραχωρούν τουλάχιστον το 10% του σχολικού χρόνου στα ενδιαφέροντα των μαθητών και των δασκάλων όπως αυτά προκύπτουν μετά από διαπραγμάτευση. Να παραχωρούν δηλαδή χρόνος για ατομική ή συνεργατική αυτοακατευθυνόμενη μάθηση με τους δασκάλους να είναι διαθέσιμοι ως διευκολυντές ή «εμπειρογνώμονες» εάν οι υπηρεσίες τους ζητηθούν από τους μαθητές. Ορισμένες φορές οι ίδιοι οι μαθητές μπορούν να ενεργούν ως διευκολυντές για άλλους μαθητές – ή ακόμα και για τους δασκάλους. Μια δασκάλα έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό του σωματείου μου σχετικά με το πόσο περισσότερα γνώριζαν οι μαθητές της για τα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής από ό,τι εκείνη.

Προβλέπω ότι η ίδια η διαδικασία διαπραγμάτευσης θα είναι εκπαιδευτική, το κίνητρο και το ηθικό όλων θα αυξηθεί και η νέα δέσμευση που θα προκύψει θα αντισταθμίσει την απώλεια μάθησης που κάποιοι φοβούνται ότι προκύπτει από τη μείωση του χρόνου τυπικής διδασκαλίας. Στην πραγματικότητα τα πρότυπα θα αναβαθμιστούν. Τα αποτελέσματα θα βελτιωθούν. Οι μαθητές θα μάθουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τουλάχιστον ένα μέρος της μάθησής τους και θα μάθουν πώς να διαχειρίζονται τουλάχιστον ένα μέρος του χρόνου τους – δύο στοιχεία καίριας σημασίας που θα τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές και τις αβεβαιότητες που μας φέρνει ήδη η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση.

Οπότε,  γιατί όχι το 20%. Το κράτος θα εξακολουθήσει να έχει το υπόλοιπο 80%! Όταν ο ισραηλινός εκπαιδευτικός Yaacov Hecht και εγώ προωθήσαμε την ιδέα κατά τη διάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Εκπαίδευση και τη Δημοκρατία στο Στρασβούργο το 2016, ζήτησε να διεξαχθεί ψηφοφορία για το θέμα κατά την ολοκλήρωση της ομιλίας του. Οι 2000 διοικητικοί υπεύθυνοι, πολιτικοί και δάσκαλοι  ψήφισαν υπέρ με συντριπτική πλειοψηφία. Στο τέλος, ρώτησα κάποιους που καταψήφισαν την ιδέα τι δεν τους άρεσε.

“Το 20% δεν είναι αρκετό”, μου είπαν. “Θα έπρεπε να είναι περισσότερο!”

Συμφώνησα μαζί τους.

 

Derry Hannam, Seaford

3 Απριλίου 2020